- εξατμίζομαι
- εξατμίζομαι, εξατμίστηκα, εξατμισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνατμίζομαι — Α εξατμίζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀτμίζω «εξατμίζομαι» (< ἀτμός)] … Dictionary of Greek
αερώ — ἀερῶ, ( όω) (Α) 1. ενεργ. μεταβάλλω σε αέρα 2. παθ. γίνομαι αέρας, εξατμίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀέρωσις] … Dictionary of Greek
αναθυμιώ — ( άω) (Α ἀναθυμιῶ) Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω ΙΙ. παθ. 1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι 2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυμιῶ. ΠΑΡ. αναθυμίαμα,… … Dictionary of Greek
ανατμίζομαι — ἀνατμίζομαι (Α) εξατμίζομαι (για το χιόνι) … Dictionary of Greek
ανικμάζω — ἀνικμάζω (Α) [άνικμος] 1. βγάζω, αποπνέω 2. εξατμίζομαι, στεγνώνω … Dictionary of Greek
απατμίζω — ἀπατμίζω (Α) εξατμίζομαι … Dictionary of Greek
αποπνέω — (AM ἀποπνέω) 1. αναδίδω οσμή, μυρίζω 2. εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω μσν. παύω να πνέω αρχ. 1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όζω 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι 3. αναγκάζω κάτι ή κάποιον να εκπνεύσει 4. αναπνέω δυνατά 5. αναδίδομαι ως αναθυμίαση,… … Dictionary of Greek
ατμίζω — (AM ἀτμίζω) αναδίδω ατμό, αχνίζω αρχ. εξατμίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός ή < ατμίς] … Dictionary of Greek
ατμιδούμαι — ἀτμιδοῡμαι ( όομαι) (Α) [ατμίς] μεταβάλλομαι σε ατμό, εξατμίζομαι. ατμιδώδης ἀτμιδώδης, ες (Α) [ατμίς] αυτός που περιέχει ατμό … Dictionary of Greek
αφαντώνομαι — (Μ ἀφαντοῡμαι, όομαι και ἀφαντῶ, όω) [άφαντος] γίνομαι άφαντος, εξαφανίζομαι μσν. 1. ενεργ. κάνω κάτι άφαντο, εξαφανίζω 2. μέσ. εξατμίζομαι … Dictionary of Greek